- προθέμενοι
- προτίθημιset beforeaor part mid masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek
παρακαταβάλλω — Α 1. ρίχνω κάτω, καταθέτω κάτι πλησίον, ξεφορτώνω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι 2. (ως δικανικός όρος) εγείρω ιδιαίτερες αξιώσεις σχετικά με κληρονομιά ή με περιουσία, η οποία δημεύθηκε ή κηρύχθηκε επίδικη καταθέτοντας ταυτόχρονα ένα ποσό χρημάτων… … Dictionary of Greek